- λεπίδα
- η (AM λεπίς, -ίδος) [λέπος]έλασμα τέμνοντος οργάνου, λ.χ. ξίφους, μαχαιριού, ξυραφιού κ.λπ. (α. «η λεπίδα τού μαχαιριού»8. «λεπὶς πρίονος», Ορειβ.)νεοελλ.1. το όργανο που φέρει τέτοιο έλασμα («ξυριστική λεπίδα» — το ξυραφάκι)2. βοτ. το ανώτερο μέλος ενός ζεύγους πρασινωπών βρακτίων που βρίσκεται κάτω από κάθε ανθίδιο, περιβάλλοντάς το άμεσα, στην ταξιανθία τών αγρωστωδώναρχ.1. φλοιός, φλούδα2. λέπι ψαριού ή φιδιού («ὃ γὰρ ἐν ὄρνιθι πτερόν, τοῡτο ἐν ἰχθύϊ ἐστὶ λεπίς», Αριστοτ.)3. φύλλο μετάλλου, έλασμα4. στον πληθ. αἱ λεπίδες (ενν. χιόνος)οι νιφάδες τού χιονιού5. φρ. α) «ὠοῡ λεπίς» — το κέλυφος τού αβγού, το τσόφλιβ) «λεπὶς χαλκοῡ» — θραύσμα χαλκού.
Dictionary of Greek. 2013.